κλάδεμα
(ουσ.)
κλάντεμα
[ˈkladema]
Αραβαν.
κλάρεμα
[ˈklarema]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. κλάδεμα, το οπ. από το μεσν. ουσ. κλάδευμα = στον πληθ., κομμένα φύλλα και κλαδιά.
Κλάδεμα, μεθοδικό κόψιμο των περιττών κλαδιών θάμνου ή δέντρου για να δυναμώσει
ό.π.τ.
Συνών.
κλάδος, μπουντάτημα