ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλάδεμα (ουσ.) κλάντεμα [ˈkladema] Αραβαν. κλάρεμα [ˈklarema] Αραβαν., Γούρδ. Από το νεότ. ουσ. κλάδεμα, το οπ. από το μεσν. ουσ. κλάδευμα = στον πληθ., κομμένα φύλλα και κλαδιά.
Κλάδεμα, μεθοδικό κόψιμο των περιττών κλαδιών θάμνου ή δέντρου για να δυναμώσει ό.π.τ.
Συνών. κλάδος, μπουντάτημα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024