κιτσάνι
(ουσ. ουδ.)
κιτσ̑άνι
[ciˈtʃani]
Φάρασ.
Πιθ. από το αρμεν. ουσ. kochgam (կոճգամ) = α) καρφάκι β) καρφίτσα, πινέζα.
Πβ.
κοτσάκι
1. Παραμάνα
2. Καρφίτσα