κισνέτημα
(ουσ. ουδ.)
κ͑ισ̑νέτημα
[kʰiʃˈnetima]
Μαλακ., Φάρασ.
γκισνάισμα
[ɟisˈnaizma]
Μισθ.
Από το ρ. κισνεντίζω, όπου και τύπ. κισνετώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Χλιμίντρισμα
ό.π.τ.