ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κισμέτι (ουσ.) qι̂σμέτ [qɯˈzmet] Μαλακ., Φλογ. κισμέτ' [ciˈzmet] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ. κισμέτσ̑ι [ciˈzmetʃi] Σίλ. γκι̂σμέτ' [ɟɯˈzmet] Ουλαγ. γκι̂σμέντi [ɟɯˈzmedi] Ουλαγ. γι̂σμέτι [ɣɯˈzmeti] Αφσάρ., Φάρασ. γι̂σμέτ' [ɣɯˈzmet] Αξ., Σινασσ. γι̂σμέτσ̑ι [ɣɯˈzmetʃi] Αραβαν. γι̂σμέσ̑' [ɣɯˈzmeʃ] Αραβαν. γ̇ισμάτι [ɣiˈzmati] Φάρασ. χ̇ισμάτι [xiˈzmati] Φάρασ. χισμέτσ̑ι [xiˈzmetʃi] Σίλ. χουσμέτ' [xuˈzmet] Δίλ. χουσμάτι [xuˈzmati] Μισθ. Πληθ. qιζμέτια [qɯˈzmetça] Σίλατ. Από το τουρκ. ουσ. kısmet = μοίρα, τύχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. gısmet. Πβ. νεότ. κισμέτι (Mackridge 2021: 33).
1. Μοίρα, τύχη, γραφτό ό.π.τ. : Tσ̑όδουν ντου κισμέτ' τ’ (Ήταν το γραφτό του) Μισθ. -Κοτσαν. Ντο γκι̂σμέdι σ' ντέν 'τον (Δεν σου ήταν γραφτό) Ουλαγ. -Κεσ. Κείνου κο σου κισμέτσ̑ι 'ναι (Αυτή είναι η δική σου μοίρα) Σίλ. -Dawk.JHS bέλκι το βασ̑ιλοψ̑ίμ' να έν' το σον το γι̂σμέτ' (Ίσως η βασιλεία να είναι το δικό σου το κισμέτ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μπέλκι βγαίν' σε καλό· μπέλκι ανοίζ̑' το γι̂σμέτσ̑ι τ' εκεί (Ίσως βγει σε καλό· ίσως ανοίξει η τύχη του εκεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Είπε "Γ͘iσμέσ̑'», και γοdζ̑ακλάτ'σε το ναίκα τ' (Είπε «Γραφτό (ήταν)" κι αγκάλιασε την γυναίκα του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ο Θεός να σε δώκ' ένα καλό γισμέτ' (Ο Θεός να σου δώσει μιά καλή μοίρα) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. To γ̇ισμάτι ήρτε σα ποράδε σου· συ 'άχτσες τα μο τα ποράδε σου πίσου (Η τύχη ήρθε στα πόδια σου· εσύ την κλότσησες με τα πόδια σου πίσω˙ κλότσησες την τύχη σου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σ΄ ιτό ντου ντουνιά ντου χουσμάτι σ' να χιωρεί (σ’ αυτόν τον κόσμο η τύχη σου να δουλεύει˙ η τύχη είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στην ζωή κάποιου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιαζγί, μοίρα
2. Καλή τύχη, ευκαιρία Ανακ., Δίλ., Φάρασ., Φλογ. : Ας γενεί και σ' εσάς qι̂σμέτ' (Aς γίνει και σε σας καλή τύχη) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ετό ινσάνος είν' καλό, ήβ'ρε μας χουσμέτ' (Αυτός ο άνθρωπος είναι καλός, μας έφερε καλοτυχία) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Αν είναι κισμέτ’ δινομ’το (Αν είναι καλή τύχη, (το κορίτσι) το δίνουμε˙ ως απάντηση των γονέων του κοριτσιού, όταν συμφωνούσαν για τον αρραβώνα) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Δώσε με γι̂σμάτι, κόνdα με 'σ' του Γουπτσή το κάτσ̑ι (Δώσε μου καλή τύχη, πέταξέ με απ' του Γουπτσή τον βράχο˙ ο τυχερός άνθρωπος δεν φοβάται τις αναποδιές, αν έχεις τύχη διάβαινε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.