κισμέτι
(ουσ.)
qι̂σμέτ
[qɯˈzmet]
Μαλακ., Φλογ.
κισμέτ'
[ciˈzmet]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ.
κισμέτσ̑ι
[ciˈzmetʃi]
Σίλ.
γκι̂σμέτ'
[ɟɯˈzmet]
Ουλαγ.
γκι̂σμέντi
[ɟɯˈzmedi]
Ουλαγ.
γι̂σμέτι
[ɣɯˈzmeti]
Αφσάρ., Φάρασ.
γι̂σμέτ'
[ɣɯˈzmet]
Αξ., Σινασσ.
γι̂σμέτσ̑ι
[ɣɯˈzmetʃi]
Αραβαν.
γι̂σμέσ̑'
[ɣɯˈzmeʃ]
Αραβαν.
γ̇ισμάτι
[ɣiˈzmati]
Φάρασ.
χ̇ισμάτι
[xiˈzmati]
Φάρασ.
χισμέτσ̑ι
[xiˈzmetʃi]
Σίλ.
χουσμέτ'
[xuˈzmet]
Δίλ.
χουσμάτι
[xuˈzmati]
Μισθ.
Πληθ.
qιζμέτια
[qɯˈzmetça]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. kısmet = μοίρα, τύχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. gısmet. Πβ. νεότ. κισμέτι (Mackridge 2021: 33).
1. Μοίρα, τύχη, γραφτό
ό.π.τ.
:
Tσ̑όδουν ντου κισμέτ' τ’
(Ήταν το γραφτό του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντο γκι̂σμέdι σ' ντέν 'τον
(Δεν σου ήταν γραφτό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κείνου κο σου κισμέτσ̑ι 'ναι
(Αυτή είναι η δική σου μοίρα)
Σίλ.
-Dawk.JHS
bέλκι το βασ̑ιλοψ̑ίμ' να έν' το σον το γι̂σμέτ'
(Ίσως η βασιλεία να είναι το δικό σου το κισμέτ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μπέλκι βγαίν' σε καλό· μπέλκι ανοίζ̑' το γι̂σμέτσ̑ι τ' εκεί
(Ίσως βγει σε καλό· ίσως ανοίξει η τύχη του εκεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Είπε "Γ͘iσμέσ̑'», και γοdζ̑ακλάτ'σε το ναίκα τ'
(Είπε «Γραφτό (ήταν)" κι αγκάλιασε την γυναίκα του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ο Θεός να σε δώκ' ένα καλό γισμέτ'
(Ο Θεός να σου δώσει μιά καλή μοίρα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
To γ̇ισμάτι ήρτε σα ποράδε σου· συ 'άχτσες τα μο τα ποράδε σου πίσου
(Η τύχη ήρθε στα πόδια σου· εσύ την κλότσησες με τα πόδια σου πίσω˙ κλότσησες την τύχη σου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σ΄ ιτό ντου ντουνιά ντου χουσμάτι σ' να χιωρεί
(σ’ αυτόν τον κόσμο η τύχη σου να δουλεύει˙ η τύχη είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στην ζωή κάποιου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιαζγί, μοίρα
2. Καλή τύχη, ευκαιρία
Ανακ., Δίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ας γενεί και σ' εσάς qι̂σμέτ'
(Aς γίνει και σε σας καλή τύχη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ετό ινσάνος είν' καλό, ήβ'ρε μας χουσμέτ'
(Αυτός ο άνθρωπος είναι καλός, μας έφερε καλοτυχία)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Αν είναι κισμέτ’ δινομ’το
(Αν είναι καλή τύχη, (το κορίτσι) το δίνουμε˙ ως απάντηση των γονέων του κοριτσιού, όταν συμφωνούσαν για τον αρραβώνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Δώσε με γι̂σμάτι, κόνdα με 'σ' του Γουπτσή το κάτσ̑ι
(Δώσε μου καλή τύχη, πέταξέ με απ' του Γουπτσή τον βράχο˙ ο τυχερός άνθρωπος δεν φοβάται τις αναποδιές, αν έχεις τύχη διάβαινε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.