ιχπάλι
(ουσ.)
ιχπάλι
[ixˈpali]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
εχπάλι
[exˈpali]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ikbal = καλοτυχία, τύχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. ihbal.
Τύχη, μοίρα
ό.π.τ.
:
Ό,τ' που να ποίκ', ατό έν' το ιχπάλι σου
(Ό,τι και να κάνεις, αυτή είναι η τύχη σου)
Τσουχούρ.
-VLACH
Βάι, βάι έχασα το ιχπάλι μου!
(Αλίμονο, αλίμονο, έχασα την τύχη μου!)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Φέτο το εχπάλι σου έν γκαό
(Φέτος η τύχη σου είναι καλή)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Είχαν τα τεμέκ ανdί μισχάς για ιχπάλι τσαι καό περεκέτι
(Το είχαν τάχα αντί για φυλαχτό για τύχη και καλή σοδειά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Παίρκιν ατό το τσέρατο σο σπίτι, είχαν ντα τεμέκ ανdί μισχάς για ιχπάλι τσαι καό περεκέτι
(Έπαιρνε αυτό το κερατο στο σπίτι, το είχε σαν φυλαχτό για τύχη και καλή σοδειά)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
'νοίγη το ιχπάλι μας
(Άνοιξε η τύχη μας˙ Άλλαξε η τύχη μας και έγινε καλή)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.