ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιτσιράς (ουσ. αρσ.) ιτσ̑ιράς [itʃiˈras] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. icra = α) διάπραξη β) πραγματοποίηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. icira.
Πραγματοποίηση : || Φρ. Τ' όργο του φτένει τα ιτσ̑ιράς (Φτάνει την δουλειά του σε πραγματοποίηση˙ βγάζει πέρα την δουλειά του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.