ιτσιράς
(ουσ. αρσ.)
ιτσ̑ιράς
[itʃiˈras]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. icra = α) διάπραξη β) πραγματοποίηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. icira.
Πραγματοποίηση
:
|| Φρ.
Τ' όργο του φτένει τα ιτσ̑ιράς
(Φτάνει την δουλειά του σε πραγματοποίηση˙ βγάζει πέρα την δουλειά του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.