-ιώτης
(επίθμ.)
-ιώτης
[-ˈʝotis]
Μπέηκ.
-ιώτ'
[ˈʝot]
Τροχ.
-ιώτης
[-ˈotis]
Ανακ., Μισθ., Μπέηκ.
-ώτης
[-ˈotis]
Φάρασ.
-ώτ'ς
[-ˈots]
Φάρασ.
-ώτ͑’
[-ˈotʰ]
Φάρασ.
Θηλ.
-ώτ'σσα
[-ˈotsa]
Ανακ.
-ώτ͑’σσα
[-ˈotʰsa]
Φάρασ.
Αρχ. επίθμ. -ιώτης, το οπ. από το επίθμ. -ώτης, όταν αυτό συνδυαζόταν με θ. που έληγαν σε -ι-. Το ήδη μεσν. -ιώτισσα από το -ιώτης και το θηλ. επίθμ. -ισσα.
Επίθμ. για τον σχηματ. πατριδωνυμικών ουσ.
ό.π.τ.
:
Ανταβαλιώτης
(αυτός που κατοικεί στο Ανταβάλ)
Μισθ., Μπέηκ.
Βαρασ̑ώτης
(Φαρασιώτης)
Φάρασ.
Σεμεντεριώτης
(αυτός που κατοικεί στα Σεμέντρα)
Μπέηκ.
Τρο'ιώτ'
(Τροχιώτης)
Τροχ.
Τσ̑αρικλιώτ'σσα
(αυτή που κατοικεί στο Τσαρικλί)
Ανακ.
Συνών.
-ενός, -ινός :3, -ίτης :1, -λής :2
β.
Επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν άτομο που σχετίζεται με τον οικισμό που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη
Φάρασ.
:
μεχαδιώτης
(ο κάτοικος μιας συνοικίας ή γειτονιάς
)
Φάρασ.
σεχεριώτης/σ̑εχ̇έρώτ͑’σσα
(κάτοικος της πόλης
)
Φάρασ.