-ίτσικος
(επίθμ.)
-ίτσικο
[-ˈitsiko]
Φλογ.
-ίdζικο
[-ˈidziko]
Φλογ.
ίτσικου
[-ˈitsiku]
Μαλακ.
-ίσ̑κο
[-ˈiʃko]
Αξ.
Μεσν. επίθμ. -ίτσικος από τα επίθμ. -ίτσης και -ικος. Το -ίσ̑κο με αποβολή του άτονου [i] και απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. Φαίνεται ότι για την περίπτωση της Καππαδοκίας ισχύει η παρατήρηση των Μαυροχαλυβίδη & Κεσίσογλου (1960: 48) ότι το -ίτσικος (ίσως υπό την επίδρ. της τουρκ. φωνηεντικής αρμονίας) συνδυάζεται με θ. με φων. [e] ή [i], ενώ, αν το φωνήεν είναι [a] ή [u], τότε προτιμάται το -ούτσικος. Αντίθετα, στα Φάρασα φαίνεται να έχει γενικευτεί το -ούτσικος.
2. Με επιτατ. σημ.
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
:
βενετίτσικος
(πολύ γαλάζιος)
Αξ.
μιτσίτσικος
(ελάχιστος)
Μαλακ.
πρασινίτσικος
(καταπράσινος)
Φλογ.
φτενίτσικος
(πολύ λεπτός)
Αξ.
οξινίτσικος
(πολύ ξινός)
Αξ.
Συνών.
-ούτσικος