ιτένι
(ουσ.)
ιτέ
[iˈte]
Μαλακ., Φλογ.
ιdέ
[iˈde]
Σίλ.
γιdέ
[ɣiˈde]
Μισθ.
ιτέν'
[iˈten]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ.
γιτέν'
[ʝiˈten]
Σινασσ.
Πληθ.
ιτέδια
[iˈteðʝa]
Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ.
γιdάια
[ʝiˈdaja]
Μισθ.
γιdέια
[ʝiˈdeja]
Τσαρικ.
γιdέα
[ʝiˈdea]
Μισθ.
γιdέε
[ʝiˈdee]
Αραβ.
ιτένια
[iˈteɲa]
Σινασσ.
ιτένιε
[iˈteɲe]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. iğde (< παλαιότ. yigde) = τζιτζιφιά, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. ide. Δεν σχετίζεται με ελλ. ἰτέα = ιτιά.
1. Τo δένδρο μοσχοϊτιά, κοινώς τζιτζιφιά (Elaeagnus angustifolia)
ό.π.τ.
:
Έdεσαν ντο 'ς ένα ιτέν' απ'κάτω να βοσ̑κήσ̑' ντεγί
(Το έδεσαν κάτω από μιά τζιτζιφιά για να βοσκήσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα αλιπίκα είρε ιμιάς ένα πουλί απάνω’ ’ς το ιτέν'
(Μια αλεπού είδε μιά φορά ένα πουλί πάνω στην τζιτζιφιά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Παγαίνουμ' χρεία στους εργάτες που κόβουν τα ιτένια μας
(Πηγαίνουμε κολατσιό στους εργάτες που κόβουν τις τζιτζιφιές μας)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Ο καρπός της τζιτζιφιάς, τζίτζιφο
κ.α., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
Να σι φέρου λία σύτσ̑ις; Λία γιdάια;
(Να σου φέρω λίγα σύκα; Λίγα τζίτζιφα;)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
σουγιούτι