ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιστέρ (μόρ.) ιστέρ [iˈster] Γούρδ., Ουλαγ. Από το τουρκ. ister, ερωτηματικό τύπο αορ. του ρ. istemek = θέλω, επιθυμώ.
Πιθανολογικό-προτρεπτικό μόρ. ό.π.τ. : Ιστέρ τσ̑ατλαdάτ'· 'ώ ντο τύρα ντέν ντο ανοίζω (Σκάσε, αν θες (= ακόμα κι αν σκάσεις, «εκραγείς»), εγώ την πόρτα δεν την ανοίγω ) Ουλαγ. -Dawk.