ιστέρ
(μόρ.)
ιστέρ
[iˈster]
Γούρδ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. ister, ερωτηματικό τύπο αορ. του ρ. istemek = θέλω, επιθυμώ.
Πιθανολογικό-προτρεπτικό μόρ.
ό.π.τ.
:
Ιστέρ τσ̑ατλαdάτ'· 'ώ ντο τύρα ντέν ντο ανοίζω
(Σκάσε, αν θες (= ακόμα κι αν σκάσεις, «εκραγείς»), εγώ την πόρτα δεν την ανοίγω )
Ουλαγ.
-Dawk.