ισταχλούς
(επίθ.)
ισ̑ταχλούς
[iʃtaˈxlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ισ̑ταχλούσα
[iʃtaˈxlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. iştahlı = ορεξάτος. Το θηλ. ισ̑ταχλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο ισ̑ταχλούς.
Ορεξάτος