ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιστιντάχι (ουσ. ουδ.) ιστινdάχ' [istinˈdax] Ανακ., Αξ., Δίλ. Από το τουρκ. ουσ. istintak = ανάκριση, αστυνομική εξέταση.
Ανάκριση ό.π.τ. : Αράντ’ζαν και του Ταμλαμαζόγλου το παιί να το σ̑άσουν ιστινdάχ’ αμά κείνο ’νότον ’λίσπαρτο (Αναζητούσαν και το παιδί του Ταμλαμαζόγλου για να του κάνουν ανάκριση, αλλά εκείνο έγινε άφαντο) Δίλ. -Αρχέλ.