ιστιντάχι
(ουσ. ουδ.)
ιστινdάχ'
[istinˈdax]
Ανακ., Αξ., Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. istintak = ανάκριση, αστυνομική εξέταση.
Ανάκριση
ό.π.τ.
:
Αράντ’ζαν και του Ταμλαμαζόγλου το παιί να το σ̑άσουν ιστινdάχ’ αμά κείνο ’νότον ’λίσπαρτο
(Αναζητούσαν και το παιδί του Ταμλαμαζόγλου για να του κάνουν ανάκριση, αλλά εκείνο έγινε άφαντο)
Δίλ.
-Αρχέλ.