ιτζά
(ουσ. ουδ.)
ιτζά
[iˈdza]
Μισθ.
τζερέ
[dzeˈre]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. icar = νοίκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. cere = ετήσιο μίσθωμα ή φόρος ακινήτου.
Νοίκι
ό.π.τ.
:
Δίνισ̑καν ντα μι του ιτζά
(Τα έδιναν (ενν. τα χωράφια) με νοίκι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.