ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ίτσικα (επίθμ.) -ίτσικα [-ˈitsika] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. -ίσ̑κα [-ˈiʃka] Αξ., Αραβαν. Από το επίθμ. επιθ. -ίτσικος και το επίθμ. επιρρ. . Ο τύπ. -ίσ̑κα με αποβολή του άτονου [i] και απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ.
1. Μετεπιρρ. επίθμ. για τον σχηματ. επιρρ. με σημ. παρόμοια με αυτήν της πρωτότυπης λέξης Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. : ταχύτσικα (αύριο) Ουλαγ., Αξ., Αραβαν. ψιλίτσικα (λίγο) Μισθ. Συνών. -ούτσικα :1
2. Με επιτατική σημ. Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. : εδαρίτσικα (τώρα δα) Μαλακ., Φλογ. Συνών. -ούτσικα :2