-ίτσικα
(επίθμ.)
-ίτσικα
[-ˈitsika]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
-ίσ̑κα
[-ˈiʃka]
Αξ., Αραβαν.
Από το επίθμ. επιθ. -ίτσικος και το επίθμ. επιρρ. -α. Ο τύπ. -ίσ̑κα με αποβολή του άτονου [i] και απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ.
1. Μετεπιρρ. επίθμ. για τον σχηματ. επιρρ. με σημ. παρόμοια με αυτήν της πρωτότυπης λέξης
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
:
ταχύτσικα
(αύριο)
Ουλαγ., Αξ., Αραβαν.
ψιλίτσικα
(λίγο)
Μισθ.
Συνών.
-ούτσικα :1
2. Με επιτατική σημ.
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
:
εδαρίτσικα
(τώρα δα)
Μαλακ., Φλογ.
Συνών.
-ούτσικα :2