ιχπαλά
(επίρρ.)
ιχπαλά
[ixpaˈla]
Φάρασ.
εχπαλά
[expaˈla]
Φάρασ.
Από το ουσ. ιχπάλι, όπου και τύπ. εχπάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ευτυχώς, πάλι καλά
ό.π.τ.
:
Εχπαλά τζ̑ο πίταξιν το μεχτούπι
(Ευτυχώς δεν έστειλε το γράμμα)
Φάρασ.
-Bağr.
|| Παροιμ.
Του σ̑ειμωνού σου τα γαΐτε ιδέ τα· τσ̑αι να σ̑ονίσει, ιχπαλά, τσ̑αι να μη σ̑ονίσει, πάλι ίχπαλά
(Του χειμώνα σου τις προμήθειες κοίταξέ τες· και να χιονίσει, καλά, και αν δεν χιονίσει, πάλι καλά˙ η προνοητικότητα σώζει από περιπέτειες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.