ιχτιάρης
(ουσ.)
ιχτιγιάρ
[ixtiˈʝar]
Τελμ.
ιχντιάρ
[ixˈdʝar]
Ουλαγ.
εχτιάρ'
[extʝˈar]
Αραβαν., Τσαρικ., Φερτάκ.
εχτιάρης
[exˈtçaris]
Μισθ.
εχτιάρους
[extˈçarus]
Μισθ.
ιχτιάρους
[ix·tçarus]
Μισθ.
ιχτιάρ'
[ixˈtçar]
Σίλ., Φλογ.
Από το τουρκ. επιθ. ihtiyar = ηλικιωμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. ehtiyar.
2. Πρεσβύτερος του χωριού, κοινοτάρχης
Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Πήγε ένα χωριό να πάρ' το Nτουνιά Γκϋζελή· ντο ιχντιάρ έπε κι: «Ιτό», έπε, «έχ' ένα ντεστάν'»
(Πήγε σ' ένα χωριό να πάρει την Πεντάμορφη· ο προύχοντας του χωριού είπε: «Να μιά δοκιμασία», είπε)
Ουλαγ.
-Dawk.
'τουν ήρταν Μισ̑τί πήαν σου εχτιάρου
(Όταν ήρθαν στο Μιστί, πήγαν στον κοινοτάρχη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γράφισκαν τα σπίτια, τα χωράφια, πηγάτια, πλεφρά, όλα γράφισκάν τα, τι να είπωμ'; Παίρισκαν το εχτιάρ', γράφισκάν τα
(Κατέγραφαν τα σπίτια, τα χωράφια, τα πηγάδια, τις πηγές, όλα τα έγραφαν, τι να πούμε; Έπαρναν τον κοινοτάρχη, τα έγραφαν)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
αδρός :1, μεγαλάνος, μεγαλάς, πρώτος, τσορμπατζής