ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιχτιάρης (ουσ.) ιχτιγιάρ [ixtiˈʝar] Τελμ. ιχντιάρ [ixˈdʝar] Ουλαγ. εχτιάρ' [extʝˈar] Αραβαν., Τσαρικ., Φερτάκ. εχτιάρης [exˈtçaris] Μισθ. εχτιάρους [extˈçarus] Μισθ. ιχτιάρους [ix·tçarus] Μισθ. ιχτιάρ' [ixˈtçar] Σίλ., Φλογ. Από το τουρκ. επιθ. ihtiyar = ηλικιωμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. ehtiyar.
1. Γέρος, γριά ό.π.τ. : Nα έρτει του ιχτιγιαριού το πάγος (Θα έρθει ο χειμώνας της γριάς) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γερόνι :1, γέρος :1, παλιός
2. Πρεσβύτερος του χωριού, κοινοτάρχης Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. : Πήγε ένα χωριό να πάρ' το Nτουνιά Γκϋζελή· ντο ιχντιάρ έπε κι: «Ιτό», έπε, «έχ' ένα ντεστάν'» (Πήγε σ' ένα χωριό να πάρει την Πεντάμορφη· ο προύχοντας του χωριού είπε: «Να μιά δοκιμασία», είπε) Ουλαγ. -Dawk. 'τουν ήρταν Μισ̑τί πήαν σου εχτιάρου (Όταν ήρθαν στο Μιστί, πήγαν στον κοινοτάρχη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γράφισκαν τα σπίτια, τα χωράφια, πηγάτια, πλεφρά, όλα γράφισκάν τα, τι να είπωμ'; Παίρισκαν το εχτιάρ', γράφισκάν τα (Κατέγραφαν τα σπίτια, τα χωράφια, τα πηγάδια, τις πηγές, όλα τα έγραφαν, τι να πούμε; Έπαρναν τον κοινοτάρχη, τα έγραφαν) Τσαρικ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. αδρός :1, μεγαλάνος, μεγαλάς, πρώτος, τσορμπατζής