μεγαλάς
(ουσ. αρσ.)
μεγαλάς
[meɣaˈlas]
Φλογ.
Πληθ.
μεγαλάδε
[meɣaʹlaðe]
Φλογ.
Aπό το ουσ. μεγάλος και το παραγωγ. επίθμ. -άς, κατά το κεφαλάς.
Πβ.
κεφαλάς
Προύχοντας, άρχοντας
:
Σο χωριό μας ήρτεν από Νέγτε ένα Τούρκος μεγαλάς
(Στο χωριό μας ήρθε από τη Νίγδη ένας Τούρκος προύχοντας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
αδρός :1, ιχτιάρης, μεγαλάνος, πρώτος, τσορμπατζής