ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεγαλώνα (ουσ. θηλ.) μεγαλώνα [meɣaʹlona] Σίλ. μαγαλώνα [maɣaˈlona] Σίλ. Από το επίθ. μέγας (θ. μεγαλ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιώνας, με αφομ.
Το μεγάλο δάχτυλο του χεριού ή ποδιού : Μαγαλώνα μ’ πονάει, μικρό μ’ του λαχτούρι μ΄ πονεί (Πονάει το μεγάλο και το μικρό μου δάχτυλο) Σίλ. -Κωστ.Σ.