μεγαλώνα
(ουσ. θηλ.)
μεγαλώνα
[meɣaʹlona]
Σίλ.
μαγαλώνα
[maɣaˈlona]
Σίλ.
Από το επίθ. μέγας (θ. μεγαλ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιώνας, με αφομ.
Το μεγάλο δάχτυλο του χεριού ή ποδιού
:
Μαγαλώνα μ’ πονάει, μικρό μ’ του λαχτούρι μ΄ πονεί
(Πονάει το μεγάλο και το μικρό μου δάχτυλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.