ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεζέρι (ουσ. ουδ.) μεζέρ' [meˈzer] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. mezar = τάφος, όπου και διαλεκτ. τύπ. mezer.
Tάφος : Αν ντο όρομα σ' χιωρήεις χεριφχού σι̂́ρ', ανοίζεται μεζέρ', χάνεται ναίκα (Αν στο όνειρό σου δεις αντρός απόκρυφα, ανοίγεται τάφος, θα πεθάνει η γυναίκα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Νύχτα παν’ do έβγαλέν ντo χερίφος, σέκνει το ντο μεζέρι τ’ (Την νύχτα πάει ο άνθρωπος που το είχε βγάλει και το βάζει (ενν. το κεφάλι) στον τάφο του) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.