μεζέρι
(ουσ. ουδ.)
μεζέρ'
[meˈzer]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. mezar = τάφος, όπου και διαλεκτ. τύπ. mezer.
Tάφος
:
Αν ντο όρομα σ' χιωρήεις χεριφχού σι̂́ρ', ανοίζεται μεζέρ', χάνεται ναίκα
(Αν στο όνειρό σου δεις αντρός απόκρυφα, ανοίγεται τάφος, θα πεθάνει η γυναίκα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Νύχτα παν’ do έβγαλέν ντo χερίφος, σέκνει το ντο μεζέρι τ’
(Την νύχτα πάει ο άνθρωπος που το είχε βγάλει και το βάζει (ενν. το κεφάλι) στον τάφο του)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.