μεθυσία
(ουσ. θηλ.)
μεθυσία
[meθiʹsia]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. μεθυσία (Λεξ. Κριαρ.) Η λ. και Πόντ.
Μέθη, μεθύσι.