μεΐτι
(ουσ. ουδ.)
μεΐτι
[meˈiti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. meyyit (Ανδριώτης 1948: 77).
Νεκρός, λείψανο.
Συνών.
μνημόρι, πουχώνω :1, χάνω :1, τζαναζάς :2, ψόφος :2