ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεκίπ (ουσ. ουδ.) μεκούπ [meˈkup] Μισθ. Πληθ. μεκίπια [meˈcipça] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. mekik (< περσ. mekūk) = σαΐτα.
Σαΐτα του αργαλειού ό.π.τ. : Περνούσε ασ’ το τσεζμέ τα δυο μεκίπια (Περνούσε από το στημόνι δύο σαΐτες) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.