μεκίπ
(ουσ. ουδ.)
μεκούπ
[meˈkup]
Μισθ.
Πληθ.
μεκίπια
[meˈcipça]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. mekik (< περσ. mekūk) = σαΐτα.
Σαΐτα του αργαλειού
ό.π.τ.
:
Περνούσε ασ’ το τσεζμέ τα δυο μεκίπια
(Περνούσε από το στημόνι δύο σαΐτες)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.