ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεκτούπι (ουσ. ουδ.) μεκτούπι [mekˈtupi] Σατ., Φάρασ. μεκτούπ' [mekˈtup] Ουλαγ., Τσαρικ. μεχτούπι [mexˈtupi] Σίλ., Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. μεκτούπι, το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. mektup = γράμμα.
1. Επιστολή, γράμμα ό.π.τ. : Έγραψε α μεχτούπι (Έγραψε ένα γράμμα) Φάρασ. -Dawk. Πίταξιν α μεκτούπι· σην άκρα του έγραψιν τζαι α ‘ράδα σα ρωμάκα (Έστειλε ένα γράμμα· στην άκρη του έγραψε και μιά αράδα στα ελληνικά) Σατ. -Παπαδ. Εχπαλά τζ̑ο πίταξιν το μεχτούπι (Ευτυχώς δεν έστειλε το γράμμα) Φάρασ. -Bağr. Έχω τρεις ντομάντες να πάρου ένα μεχτούπι σου (Έχω τρεις βδομάδες να πάρω ένα γράμμα σου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Γιάι ντε σαλντάς 'να μεκτούπ'; (Γιατί δεν στέλνεις ένα γράμμα;) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. γράμμα, χαρτίο
2. Έγγραφο Φάρασ. Συνών. φερμάνι :2, χαρτίο