μεκτούπι
(ουσ. ουδ.)
μεκτούπι
[mekˈtupi]
Σατ., Φάρασ.
μεκτούπ'
[mekˈtup]
Ουλαγ., Τσαρικ.
μεχτούπι
[mexˈtupi]
Σίλ., Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. μεκτούπι, το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. mektup = γράμμα.
1. Επιστολή, γράμμα
ό.π.τ.
:
Έγραψε α μεχτούπι
(Έγραψε ένα γράμμα)
Φάρασ.
-Dawk.
Πίταξιν α μεκτούπι· σην άκρα του έγραψιν τζαι α ‘ράδα σα ρωμάκα
(Έστειλε ένα γράμμα· στην άκρη του έγραψε και μιά αράδα στα ελληνικά)
Σατ.
-Παπαδ.
Εχπαλά τζ̑ο πίταξιν το μεχτούπι
(Ευτυχώς δεν έστειλε το γράμμα)
Φάρασ.
-Bağr.
Έχω τρεις ντομάντες να πάρου ένα μεχτούπι σου
(Έχω τρεις βδομάδες να πάρω ένα γράμμα σου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Γιάι ντε σαλντάς 'να μεκτούπ';
(Γιατί δεν στέλνεις ένα γράμμα;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
γράμμα, χαρτίο