μεϊχανέ
(ουσ. αρσ.)
μεϊχανέ
[meixaˈne]
Αξ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. meyhane. Πβ. ποντ. μεϊχανά.
Ταβέρνα
ό.π.τ.
:
Πηάγανε σο μεϊχανέ. Πότσεν ντα ιραχί. Μέτσε
(Πήγανε στην ταβέρνα. Τον πότησε ρακί. Μέθυσε)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
λοκάντα