ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεϊχανέ (ουσ. αρσ.) μεϊχανέ [meixaˈne] Αξ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. meyhane. Πβ. ποντ. μεϊχανά.
Ταβέρνα ό.π.τ. : Πηάγανε σο μεϊχανέ. Πότσεν ντα ιραχί. Μέτσε (Πήγανε στην ταβέρνα. Τον πότησε ρακί. Μέθυσε) Φάρασ. -Dawk. Συνών. λοκάντα