λοκάντα
(ουσ. θηλ.)
λοκ͑άντ͑α
[loˈkʰantʰa]
Σινασσ., Φάρασ.
Αρσ.
λοκ͑αντ͑άς ο
[lokʰanˈtʰas]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. lokanta < ιταλ. locanda.