ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λοκάντα (ουσ. θηλ.) λοκ͑άντ͑α [loˈkʰantʰa] Σινασσ., Φάρασ. Αρσ. λοκ͑αντ͑άς ο [lokʰanˈtʰas] Αφσάρ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. lokanta < ιταλ. locanda.
Εστιατόριο, ταβέρνα ό.π.τ. Συνών. μεϊχανέ