ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λόγος (ουσ. αρσ.) λόγος [ˈloɣos] Καππ. λόους [ˈlous] Μισθ. Πληθ. Ουδ. λόγια [ˈloʝa] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ. λόγοζια [ˈloɣozʝa] Αξ., Αραβαν., Φερτάκ. Αρχ. ουσ. λόγος. Ο τύπ. πληθ. λόγια μεσν.
1. Λόγος, λόγια, κουβέντα, αυτό που ειπώνεται ό.π.τ. : Ρωμάικα μι ντώκεν λόγος; (Ελληνικά μίλησε;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έχου ένα λόγος να σι πω (Έχω ένα λόγο να σου πω) Μισθ. -Dawk. Ο λόγος ασ' το στόμα βγαίν' (Ο λόγος βγαίνει από το στόμα) Τελμ. -Τακαδόπ. Που είπα σι τα λόγια, μποίκις τα μι; (Τα λόγια που σου είπα, τα έκανες;) Μαλακ. -Dawk. 'Υστερα ακούειχ το παιδί ετό το λόγο, και φέγνει οbίσω, δεν μπαίν' εgεί σο σπίτ' ('Υστερα ακούει αυτή την κουβέντα το παιδί, και φεύγει πίσω, δεν μπαίνει σ' εκείνο το σπίτι) Φλογ. -Dawk. Αυτό του λόγου νη τα ειπείς (Αυτή την κουβέντα ας μην την έλεγες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Είπεν ετούτα τα λόγια ντεβρίσ̑ης, άμα είδεν γεμέκια να τρώγει το παιδί (Ο δερβίσης είπε ετούτα τα λόγια όταν είδε το παιδί να τρώει φαγητό) Ποτάμ. -Dawk. Ιτό ντο λόγος, τίς του είπειν; (Αυτή την κουβέντα ποιος την είπε;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ερόδαν, παραμαίνιξαν αγκαλιζιόδαν απενανdάλλου, λέιξαν λόγια, κλαίιξαν (Έρχονταν, επέστρεφαν, αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον, έλεγαν λόγια, έκλαιγαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'τουν ντα γιοκλαϊσ' ιτούρα ούλα δα λόγια, τσόδι να δ' αγκλαϊσ' (Όταν τ' ακούσει όλα αυτά τα λόγια, τότε θα τα καταλάβει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Σ̑άνω το λόγος ένα (Κάνω τον λόγο ένα˙ μένω σύμφωνος, έρχομαι στα λόγια κάποιου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Είναι λόγος (Είναι λόγος˙ λένε, είναι παράδοση ή φήμη) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Μέγα μούκ' φά’ και μέγα λόγος με λες (Μεγάλη μπουκιά φάε και μεγάλο λόγο μη λες˙ μην υπόσχεσαι πράγματα που δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Σήμερα απέ μακριά άκουσα ένα λόγος
Έρανεν αλήα, μπούχ'σεν τα μέσα μου
(Σήμερα από μακριά άκουσα έναν λόγο
Αν είναι αλήθεια, έσπασαν τα σωθικά μου)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Κόρη μου, πώς δεν παντρεύεσαι να πάρεις παλληκάρι;
Κάλλιο να σκάσει ο μαύρος σου παρά τον λόγον πού ’πες
(Koπέλα μου, πώς και δεν παντρεύεσαι να πάρεις παλληκάρι;
Καλύτερα να σκάσει το άλογό σου παρά να βγει ο λόγος που είπες)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. γκελετζί
2. Υπόσχεση Αξ., Μισθ. : || Φρ. Kόφτισκαν το λόγος (Έκοβαν, κανόνιζαν το λόγο˙ λεγόταν όταν η οικογένειες των μελλονύμφων άρχιζαν σχέσεις μεταξύ τους) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έdωκα λόγος (Έδωσα λόγο, υπόσχεση˙ αρραβωνιάστηκα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κλώγω ασ’ το λόγοζ-ου μ’ (Γυρνώ από το λόγο μου˙ αθετώ το λόγο μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρώγω το λόγοζ-ου-μ’ (Τρώω το λόγο μου˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Χάρε πὄνι ο λόγος σου, πὄνι η συντυχιά σου;
Κι ο λόγος μου ετούτο ’νι κι η συντυχιά μου ατό ’νι
(Χάρε, πού είναι η υπόσχεσή σου, πού είναι ο λόγος σου;
Και η υπόσχεσή μου ετούτη είναι και ο λόγος μου αυτός είναι)
Τελμ. -Lag.
3. Eπίπληξη Μαλακ. : Είπα του λόγια (Τον επέπληξα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. αζαρλάτημα, γατιέσιμα, κατσάδα
4. Σε πτώση αιτ., συνοδευόμενη από την κτητ. αντων., η λ. δημιουργεί αντωνυμική περίφραση ισοδύναμη με την προσωπική αντωνυμία Μισθ., Σινασσ. : Να ζήσ' το λόο σ' (Να ζήσεις του λόγου σου, να ζήσεις εσύ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χαίρετε από εμένα τον γιό σου Σεραφείμ σε λόγου σου αγαπητή μου μητέρα (Χαιρετίσματα από μένα τον γιό σου τον Σεραφείμ προς εσένα αγαπητή μου μητέρα (από επιστ.)) Σινασσ. -Τακαδόπ.