λογάρι
(ουσ. ουδ.)
λογάρι
[loˈɣari]
Ανακ., Τελμ.
Αρχ. ουσ. λογάριον. Ο τύπ. λογάρι μεσν.
Θησαυρός, περιουσία, πλούτη
ό.π.τ.
:
Να κονdυλάς σο γέννημα, να πέσεις σο λογάρι
(Να σκοντάφτεις στο θερισμένο σιτάρι, να πέσεις στα πλούτη· ευχή πλουτισμού κάποιον που ξενιτεύεται)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Έλα μάνα ας την δώκουμε την Οβτοκιά σα ξένα,
ας πάρουμ' ώριο μάλαγμα, λογάρι τζ̑υγισμένο (Έλα μάνα ας την δώσουμε την Ευδοκία στην ξενιτιά,
ας πάρουμε ωραίο χρυσάφι, ζυγισμένα πλούτη) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Νά ’μουνε βασιλιού παιδί, να μέτρανα λογάρι,
για νά ημουνε Ρωμιού παιδί, να ήλαυνα ζευγάρι (Να ήμουνα παιδί βασιλιά, να μέτραγα πλούτη
ή να ήμουνα παιδί Ρωμιού, να όργωνα χωράφι) Τελμ. -Lag. Συνών. βαρλίκι, βιος, γρόσι :2, ζεγκιννίκι, χαζνάς :1
ας πάρουμ' ώριο μάλαγμα, λογάρι τζ̑υγισμένο (Έλα μάνα ας την δώσουμε την Ευδοκία στην ξενιτιά,
ας πάρουμε ωραίο χρυσάφι, ζυγισμένα πλούτη) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Νά ’μουνε βασιλιού παιδί, να μέτρανα λογάρι,
για νά ημουνε Ρωμιού παιδί, να ήλαυνα ζευγάρι (Να ήμουνα παιδί βασιλιά, να μέτραγα πλούτη
ή να ήμουνα παιδί Ρωμιού, να όργωνα χωράφι) Τελμ. -Lag. Συνών. βαρλίκι, βιος, γρόσι :2, ζεγκιννίκι, χαζνάς :1