χαζνάς
(ουσ. αρσ.)
χαζνέτ
[xazˈnet]
Σινασσ.
χαζνάς
[xazˈnas]
Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
χασνάς
[xasˈnas]
Φάρασ.
χαζνέ
[xazˈne]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. χαζνάς και χαζνές (Mackridge 2021: 96), τα οπ. από το τουρκ. ουσ. hazine ή hazne, όπου και διαλεκτ. τύπ. hazna (< αραβ. χazīna(t) = α) θησαυρός β) θησαυροφυλάκιο γ) αποθήκη. Πβ. και μεσν. ουσ. χαζανάς = δεξαμενή νερού.
1. Θησαυρός
Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Άπαρ ρα τ' κϋρέι κι σκάμα κάτου χαζνά
(Πάρε αυτό το φτυάρι και πήγαινε κάτω στον θησαυρό)
Σίλ.
-Dawk.
Κειότον το γιαλτσί απ' κάτω το χαζνά τ' τονε
(Κάτω από την πλάκα βρισκόταν ο θησαυρός τους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'γώ σένα φοβούμαι σε, μη πάρ' τα μάλα̈ μου τζ̑αι το χασνά μου
(Εγώ σε φοβάμαι μήπως μου πάρεις τα πλούτη μου και το θησαυρό μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
λογάρι
2. Θησαυροφυλάκιο
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ασ' του Χεγού το χαζνέ ας γκρέψουμ'· Χεός χεμ ανεβάσ̑', χεμ κατεβάσ̑'
(Από του Θεού το θησαυροφυλάκιο ας ζητήσουμε· ο Θεός και ανεβάζει και κατεβάζει˙ Προτροπή να εναποθέτει κανείς τις ελπίδες του στον Θεό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Λάκκος για την συγκέντρωση του ρέοντος λαδιού στο ελαιοτριβείο
Φλογ.