χαβρόζι
(ουσ. ουδ.)
χαβρόζ'
[xaˈvroz]
Αξ.
Πληθ.
χαβρόζια
[xaˈvrozʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. havruz (< περσ. ābrīz) = ουροδοχείο (βλ. Τietze 2016: λ. avruz/havruz).
Ουροδοχείο
ό.π.τ.