χαβλάτημα
(ουσ. ουδ.)
χαβλάτημα
[xaˈvlatima]
Μαλακ.
χαβλάdζημα
[xaˈvladzima]
Σίλ.
γαβλάιμα
[ɣaˈvlaima]
Μισθ.
Από το ρ. χαβλαντίζω, όπου και τύπ. χαβλαdώ και γαβλαΐζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.