λιάξιμο
(ουσ. ουδ.)
λιάξιμο
[ˈʎaksimo]
Σινασσ.
λιάξ̑ιμο
[ˈʎakʃimo]
Αραβαν.
Από το ρ. λέζω, όπου και τύπ. λιάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Γάβγισμα σκύλου
ό.π.τ.
:
Άμα ήκ'σεν τό λιάξιμον του σκυλιού και το λούτισμα, 'ς ευτύς τινάχτην
(Όταν άκουσε το γάβγισμα του σκυλιού και το ουρλιαχτό, αμέσως τινάχτηκε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
χαβλάτημα