λιαρούτσικα
(επίρρ.)
'αρούσ'κα
[aˈruska]
Φάρασ.
Από το επίθ. λιαρούτσικος, όπου και τύπ. 'αρούσ'κος, και το παραγωγ. επιθμ. -α.
Με καλή υγεία