ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λίγο (επίρρ.) λίγο [ˈliɣo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ. λίγου [ˈliɣu] Μαλακ. λι-έγο [ˈlieɣo] Φάρασ. λίο [ˈlio] Ανακ., κ.α., Ουλαγ., Τελμ. λίου [ˈliu] Μισθ., Σίλ. νιούγου [ˈɲuɣu] Σίλ. νΰϋ [ˈnyy] Σίλ. νιούγ' [ˈɲuɣ] Σίλ. Από το αρχ. επίρρ. ὀλίγον. Ο τύπ. λίγο μεσν.
1. Λίγο σε ποσότητα ό.π.τ. : Ας έν' και λίγο φτωχός, αμά θέλω τον όμορφο ένα μούκα (Ας είναι και λίγγο φτωχός, αλλά τον θέλω κομματάκι όμορφο) Σινασσ. -Τακαδόπ. Πήγαμ’ λίγο μπρο (Προχωρήσαμε λίγο μπροστά) Αξ. -Μαυροχ. Ας φάγω λίγο (ας φάω λίγο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Νιούγου παραπάνου (Λίγο παραπάνω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άλλο λίο ντέσ’ με (Δώσε μου λίγο ακόμα) Ουλαγ. -Κεσ. Ήφερεν το φσ̑άχ' λίγο πέρα ασ' σο σπίτσι τ' και χάθην (Έφερε, συνόδευσε το παιδί μέχρι λίγο πιο πέρα από το σπίτι του, και χάθηκε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έκουψαν νιούγου τσ̑η γλώσσαν ντους (Έκοψαν λίγο την γλώσσα τους) Σίλ. -Κωστ.Σ. Στεναχωριόταμεστε, λίγο υποήφεραμ', ήρταμ' εδώ (Στεναχωριόμασταν, υποφέραμε λίγο, ήρθαμε εδώ) Ανακ. -Cost. Ράνdισα τσ' ιτούρα α κλήμαδα λίου (Ράντισα κι αυτά τα κλήματα λίγο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Λίγο σ̑ήκωναν (Λίγο σήκωναν˙ είχαν μικρή συγκομιδή) Ανακ. -Κωστ.Α. Λίγο τα έρεται (λίγο τους έρχεται˙ δεν τους αρκεί, δεν τους φτάνει) Αξ. -Μαυροχ. Λίγου λίγου (λίγο, λίγο˙ σταδιακά) Μαλακ. -Τζιούτζ. Να απομ’νεί πιο νιούγου (Ωα απομείνει πιο λίγο˙ να λιγοστεύσει, να ελαττωθεί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Λίου να κάμιτι, πολύ να φάτι (Λίγο να κουραστείτε, πολύ να φάτε˙ ευχή σε γεωργό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. λέικκο, λίγος, τσαλίγο, ψιχίδι
2. Λίγο χρονικώς, λίγο σε χρόνο ό.π.τ. : Πήα χάλασα λίγο (Πήγα και ξάπλωσα λίγο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ας κοιμερώ λίγο (Ας κοιμηθώ λίγο) Αραβαν. -Dawk. Νου χέκου λίου σου σκιάφους ογώ (να το βάλω για λίγο στην σκιά εγώ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πρώτα νιούγου ήταν ερώ (Πριν από λίγο ήταν εδώ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Χόρεψαν λι-έγο τζ̑’ ήρτ’ η ’ράδα του στεφανωμάτου (Χόρεψαν λίγο κι ήρθε η σειρά του στεφανώματος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ο βασιλός ’νανόστη λι-έγο· ήτουν το ’ύρεμα του πολύ μέγο (Ο βασιλιάς σκέφτηκε λίγο· ήταν το αίτημά του πολύ μεγάλο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αματσί δεν άναψες λίγο μανgάλι, παγώνω (Γιατί δεν άναψες λίγο το μαγκάλι, κρυώνω) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κόκο, εdώ το dικιάν' ας στατεί λίγο, τασ̑ύ έρχουμαι και παίρνω το (Γιαγιά, το αγκάθι ας μείνει εδώ λίγο, αύριο έρχομαι και το παίρνω) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Νιούγου νιούγου (λίγο, λίγο˙ σταδιακά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε λίγο (Σε λίγο˙ εντός ολίγου χρόνου) Γούρδ. -Καράμπ.
3. Για μετριασμό προστακτικής Μισθ. : Ανακρούσ’ λίου (άκου λίγο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κόψι τα λίου, ντου κόμμα όλου γιομώη χορτάρια (κόψε τα λίγο, όλο το χωράφι γέμισε χόρτα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντώσ’ μι λίου ατά ντου μαραφέτ’ (Δώσ’ μου λίγο αυτό το εργαλείο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. τσαλίγο