λίγο
(επίρρ.)
λίγο
[ˈliɣo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ.
λίγου
[ˈliɣu]
Μαλακ.
λι-έγο
[ˈlieɣo]
Φάρασ.
λίο
[ˈlio]
Ανακ., κ.α., Ουλαγ., Τελμ.
λίου
[ˈliu]
Μισθ., Σίλ.
νιούγου
[ˈɲuɣu]
Σίλ.
νΰϋ
[ˈnyy]
Σίλ.
νιούγ'
[ˈɲuɣ]
Σίλ.
Από το αρχ. επίρρ. ὀλίγον. Ο τύπ. λίγο μεσν.
1. Λίγο σε ποσότητα
ό.π.τ.
:
Ας έν' και λίγο φτωχός, αμά θέλω τον όμορφο ένα μούκα
(Ας είναι και λίγγο φτωχός, αλλά τον θέλω κομματάκι όμορφο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πήγαμ’ λίγο μπρο
(Προχωρήσαμε λίγο μπροστά)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ας φάγω λίγο
(ας φάω λίγο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Νιούγου παραπάνου
(Λίγο παραπάνω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άλλο λίο ντέσ’ με
(Δώσε μου λίγο ακόμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ήφερεν το φσ̑άχ' λίγο πέρα ασ' σο σπίτσι τ' και χάθην
(Έφερε, συνόδευσε το παιδί μέχρι λίγο πιο πέρα από το σπίτι του, και χάθηκε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έκουψαν νιούγου τσ̑η γλώσσαν ντους
(Έκοψαν λίγο την γλώσσα τους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Στεναχωριόταμεστε, λίγο υποήφεραμ', ήρταμ' εδώ
(Στεναχωριόμασταν, υποφέραμε λίγο, ήρθαμε εδώ)
Ανακ.
-Cost.
Ράνdισα τσ' ιτούρα α κλήμαδα λίου
(Ράντισα κι αυτά τα κλήματα λίγο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Λίγο σ̑ήκωναν
(Λίγο σήκωναν˙ είχαν μικρή συγκομιδή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Λίγο τα έρεται
(λίγο τους έρχεται˙ δεν τους αρκεί, δεν τους φτάνει)
Αξ.
-Μαυροχ.
Λίγου λίγου
(λίγο, λίγο˙ σταδιακά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Να απομ’νεί πιο νιούγου
(Ωα απομείνει πιο λίγο˙ να λιγοστεύσει, να ελαττωθεί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Λίου να κάμιτι, πολύ να φάτι
(Λίγο να κουραστείτε, πολύ να φάτε˙ ευχή σε γεωργό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
λέικκο, λίγος, τσαλίγο, ψιχίδι
2. Λίγο χρονικώς, λίγο σε χρόνο
ό.π.τ.
:
Πήα χάλασα λίγο
(Πήγα και ξάπλωσα λίγο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ας κοιμερώ λίγο
(Ας κοιμηθώ λίγο)
Αραβαν.
-Dawk.
Νου χέκου λίου σου σκιάφους ογώ
(να το βάλω για λίγο στην σκιά εγώ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πρώτα νιούγου ήταν ερώ
(Πριν από λίγο ήταν εδώ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Χόρεψαν λι-έγο τζ̑’ ήρτ’ η ’ράδα του στεφανωμάτου
(Χόρεψαν λίγο κι ήρθε η σειρά του στεφανώματος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ο βασιλός ’νανόστη λι-έγο· ήτουν το ’ύρεμα του πολύ μέγο
(Ο βασιλιάς σκέφτηκε λίγο· ήταν το αίτημά του πολύ μεγάλο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αματσί δεν άναψες λίγο μανgάλι, παγώνω
(Γιατί δεν άναψες λίγο το μαγκάλι, κρυώνω)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κόκο, εdώ το dικιάν' ας στατεί λίγο, τασ̑ύ έρχουμαι και παίρνω το
(Γιαγιά, το αγκάθι ας μείνει εδώ λίγο, αύριο έρχομαι και το παίρνω)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Νιούγου νιούγου
(λίγο, λίγο˙ σταδιακά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σε λίγο
(Σε λίγο˙ εντός ολίγου χρόνου)
Γούρδ.
-Καράμπ.
3. Για μετριασμό προστακτικής
Μισθ.
:
Ανακρούσ’ λίου
(άκου λίγο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόψι τα λίου, ντου κόμμα όλου γιομώη χορτάρια
(κόψε τα λίγο, όλο το χωράφι γέμισε χόρτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντώσ’ μι λίου ατά ντου μαραφέτ’
(Δώσ’ μου λίγο αυτό το εργαλείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
τσαλίγο