λίγδα
(ουσ. θηλ.)
λίγδα
[ˈliɣða]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. λίγδα= στάχτη, αλισίβα. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lığda = ίζημα, λεπτή λάσπη (THADS, λ. lığ).