λίγος
(επίθ.)
λίγο
[ˈliɣo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
λίγου
[ˈliɣu]
Μαλακ.
λι-έγο
[liˈeɣo]
Φάρασ.
λίο
[ˈlio]
Ανακ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
λίου
[ˈliu]
Μισθ.
νίγους
[ˈniɣus]
Σίλ.
νούγου
[ˈnuɣu]
Σίλ.
νιούγους
[ˈŋuɣus]
Σίλ.
ανιούγους
[aˈŋuɣus]
Σίλ.
νΰϋς
[ˈnyys]
Σίλ.
Θηλ. Πληθ.
νίγες
[ˈniʝes]
Σίλ.
Πληθ. Ουδ.
λίγα
[ˈliɣa]
Καππ.
λία
[ˈlia]
Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
λι-έγα
[liˈeɣa]
Φάρασ.
λι-άγα
[liˈaɣa]
Φάρασ.
νιούγα
[ˈɲuɣa]
Σίλ.
Από το αρχ. επίθ. ὀλίγος. Ο ήδη μεσν. τύπ. λίγος με αποβολή του αρκτ. άτονου [o]. Οι τύπ. λίο και λία με αποβολή του ηχηρού τριβόμ. [γ] σε μεσοφωνηεντική θέση. Ο τύπ. ανιούγους με ανάπτυξη προθετικού [a]. O τύπ. λίον επίσης μεσν. (Κριαράς). Ο τύπ. λιέγο ως αποτέλεσμα διφθογγισμού του [i] (Ανδριώτης 1948: 19).
1. Λίγος σε ποσότητα
ό.π.τ.
:
Λίου ραφίι
(Λίγη κλωστή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Λίου σα̈κιάρ
(Λίγη ζάχαρη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λίγα τακικέρια σόνgρα
(Ύστερα από λίγα λεπτά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λία ἀβγα
(λίγα άλογα)
Φάρασ.
-Dawk.
Φέτο το κοκκί λίγο χ̑τον
(Φέτος το σιτάρι ήταν λίγο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λία καλά καινούργια τραγώδια
(Λίγα καλά καινούργια τραγούδια)
Φλογ.
-Dawk.
Έμbα σ’ αν κουμάσι 'μπέσου, ηύρα λιέγα ‘ρνίθε, έφαγα τα
(Μπήκα μέσα στο κοτέτσι, βρήκα λίγες κότες, τις έφαγα)
Φάρασ.
-Dawk.
Ας το ντώκουμ’ λίγο ζεχίρ
(Ας του δώσουμε λίγο φαρμάκι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το γκαϊdούρ' να το πιάσουμ’ τον, να το πουλήσουμ' τον, να πάρουμ’ λίο κιριάς
(Το γαϊδούρι θα το πιάναμε, θα το πουλάγαμε, θα παίρναμε λίγο κρέας)
Ουλαγ.
-Dawk.
Νιούγου 'ναι βροσ̑ή
(Η βροχή είναι λίγη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κούνdα λίγο άλας ‘ς το φαγί
(Ρίξε λίγο αλάτι στο φαγητό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νιούγα π͑αρά ρώκι
(Λίγα χρήματα έδωσε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ρώσ’ μου νιούγου μαϊκά να ποίσουμ’ νούγου τζυρί
(Δώσε μου λίγη μαγιά να κάνουμε λίγο τυρί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πεινάσ̑μενο 'μαι, ντέσ’ με λίο ψωμί
(Πεινασμένος είμαι, άφησε μου λίγο ψωμί)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
’μείς έχουμ’ ορταχ̇ί σο ώνι λι-έγο ωσ’μένου κ’θάρι
(Εμείς έχουμε μισιακό στο αλώνι λίγο αλωνισμένο κριθάρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Χέκι σου τσιασβά λίου λερό να ζέσ’
(Βάλε στο μπρίκι λίγο νερό να ζεσταθεί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σπέριξαν ντου λία πάτατσις
(Το έσπερναν με λίγες πατάτες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ήτου λαΐκ-κον ντο φαΐ, κάτσαν ντα μαμούτσ̑ε έφαγαν ντα, έσ̑εσαν ντα τσ̑όας
(Ήταν λίγο το φαγητό, κάτσανε τα μαμούνια, το έφαγαν, το έχεσαν κιόλας˙ όταν μιά εργασία δεν αρχίζει με καλές συνθήκες, γίνεται χειρότερη στην συνέχεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
λέικκο, ψιχίδι
2. Και ως ουσ., η μικρή ποσότητα
Αραβαν., Γούρδ.
:
|| Φρ.
Λίγο έλειψε
(Λίγο έλειψε˙ παρά λίγο (να γίνει κάτι δυσαρεστο))
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Παροιμ.
Σο λίγο αν ντεν έν-νεις γαΐλης, το πολύ ντεν μπoρείς να το εύρεις
(Στο λίγο αν δεν αρκεστείς, το πολύ δεν μπορείς να το βρεις˙ πρέπει να είμαστε ολιγαρκείς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
μπούτσι, ντικί :1
3. Στον πληθ., ως αόρ. αντων., μερικοί-ες-α, κάποιοι
κ.α., Σίλ., Φάρασ.
:
Τση νύχτα γιούκ'σα νίγες πατσηχιές
(την νύχτα άκουσα κάτι πατημασιές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είνται λία μερμήτζ̑α σ’ άγνεντα το μέρου τσ̑αι σ’ απαρντό το μέρου λ’ αβ λι-έγα
(Ήταν κάτι μυρμήγκια στην μιά μεριά (του ποταμού) και κάτι άλλα στην άλλη μεριά))
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτεν λι-έγα ’αγ̇ι̂́ ιράστα
(Συνάντησε κάτι λαγούς)
Φάρασ.
-Dawk.
Ση στράτα, ’ς ε ρουσ̑ίν πάνου, έβγκαν ’μπρόν του λι-έγα πεινασμένοι λύτζ̑οι
(Στον δρόμο, σ’ ένα βουνό πάνω, βγήκαν μπροστά του κάτι πεινασμένοι λύκοι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Φορτούσαντε πολύ βάρος, τζ̑αι σηκώνκαν αν do λι-έγα βαρέ θάλε
(Φορτώνονταν πολύ βάρος, και σήκωναν κάτι βαριές πέτρες σαν κι αυτές)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σωρευούσαντε δεκαπέντε είκοσι βουρντώνε, γαϊδίρε, δεβάσκαν λι-έγο 'δρά κουδώνε
(Μαζεύονταν δεκαπέντε είκοσι μουλάρια, γαϊδούρια, τους φορούσαν κάτι μεγάλα κουδούνια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τα νιούγα… τα νιούγα
(Τα λίγα… τα λίγα˙ Τα μεν… τα δε /Άλλα… άλλα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.