-λίκι
(επίθμ.)
-λίκι
[-ˈlici]
Αφσάρ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
-λίχι
[-ˈliçi]
Σίλ., Φάρασ.
-λίκ'
[-ˈlik]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
-λίχ'
[-ˈlix]
Γούρδ., Σίλ., Σινασσ.
-λι̂́κ'
[-ˈlɯk]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
-λίχ̇ι
[-ˈlixi]
Αφσάρ., Φάρασ.
-λι̂́χ'
[-ˈlɯx]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φλογ.
-λΰκ'
[-ˈlyk]
Ουλαγ.
-λΰχ'
[-ˈlyx]
Αραβαν.
-λούκι
[-ˈluci]
Φάρασ.
-λούκ'
[-ˈluk]
Μαλακ.
-λούχ'
[-ˈlux]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
-λιέχ̇ι
[-ʎexi]
Φάρασ.
Τουρκ. επίθμ. -lik, -lık, -luk, -lük (βλ. Κυρανούδης 2009: 373-374, 378 κεξ.).
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ιδιότητα, κατάσταση ή δραστηριότητα που έχει σχέση με αυτό που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αβλίχ̇ι
(κυνήγι θηραμάτων)
Φάρασ.
αβτζιλίκι
(κυνηγετική περίοδος)
Φάρασ., Τσαρικ.
αγαλίκι
(αρχοντιά, αβρότητα)
Φάρασ., Σινασσ.
ανξουσλίχ̇ι
(στρυφνάδα)
Αφσάρ.
αρζουλούχι
(επιθυμία)
Μισθ.
γαριπλιέχ̇ι
(ξενιτειά, ερημιά, μοναξιά)
Φάρασ.
γκεβεζελίκι
(φλυαρία)
Φάρασ., Μαλακ., Σινασσ., Αφσάρ.
εβλατλίκι
(υιοθετημένο τέκνο, ψυχοπαίδι)
Σίλ.
εργατλίκι
(μεροκάματο)
Ουλαγ., Αξ., Σίλατ.
καλολίκι
(καλοσύνη)
Αραβαν.
κιοτουλούκι
(κακό, κακή πράξη)
Φάρασ., Σίλ., Ουλαγ., Αξ., Αραβαν.
σαφαχλίχι
(αφέλεια, ανοησία)
Φάρασ.
σεφιλίκι
(δυστυχία)
Φερτάκ.
Πβ.
-άδα, -ιά, -ότη
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν τόπο με στοιχεία που δηλώνονται από την πρωτότυπη λέξη
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
αγασλίκ
(τόπος γεμάτος με δέντρα)
Αραβαν., Ανακ.
γιοντσαλίκι
(χωράφι σπαρμένο με τριφύλλια)
Σινασσ.
κομσουλούκι
(γειτονιά)
Φάρασ., Σίλ.
ταναλίκι
(χώρος στον στάβλο για τα μοσχάρια)
Ανακ., Σίλατ.
φασολούχι
(χωράφι σπαρμένο με φασόλια)
Ανακ.
Πβ.
-ίστρα, -τρα, -ώνας
3. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν επάγγελμα
Ανακ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
:
αβουκατλίκι
(δικηγορική)
Φλογ.
μπεκτσιλίκι
(αγροφυλακή)
Φάρασ.
πατισαχλίκι
(βασιλεία)
Μισθ.
χαμαλίκι
(χαμαλίκι)
Φάρασ.