λιλικιάζω
(ρ.)
λϋλϋκιάζω
[lylyˈcazo]
Φλογ.
λιουλιουκιέζω
[ʎuʎuˈcezo]
Φλογ.
Aπό το ουσ. λιλίτσι, όπου και τύπ. λϋλΰκ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Σχηματίζω κρυστάλλους πάγου
:
Πέφτ' αγιάζ' και λϋλΰκιασαν τα νερά
(Πέφτει κρύο και κρυστάλλιασαν τα νερά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Παγώνω
:
Τα χέρα μ' λιουλιουκιέσαν
(Τα χέρια μου πάγωσαν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κουκουρώνω, κρουσταλλώνω, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω, παγώνω :1