ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουκουρώνω (ρ.) κουκουρώνω [kukuˈrono] Μαλακ., Φάρασ. Αόρ. κουκούρουσα [kuˈkurusa] Μαλακ. κουκούρασα [kuˈkurasa] Φάρασ. κουκούρεσα [kuˈkuresa] Φάρασ. Πιθ. σχετίζεται με το ποντ. χουχουρώνω = συμμαζεύομαι λόγω ψύχους, και κουκουρώνω = καμπουριάζω, το οπ. από το επίθ. κούκουρος (Πόντ.) = καμπούρης και κουκούρης (Τσακων.) = συσπειρωμένος (< τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kukur = καμπούρης, βλ. Καραποτόσογλου 1982: 216). Εσφαλμένη η ετυμολογική σύνδεση με το ρ. κρυώνω που προτείνει ο Dawkins (1916: 612).
Κρυώνω, ξεπαγιάζω ό.π.τ. : Σα πηάγαν σο ρουσ̑ί, κουκούρασαν πολύ πολύ τσ̑αι έμπαν σου ήρτεν μπρον τουν το σπιτόκ-κο να ζέσουν (Όταν πήγαν στο βουνό, κρύωσαν πολύ και μπήκαν στο σπιτάκι που βρέθηκε μπροστά τους να ζεσταθούν) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Συνών. λιλικιάζω, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω, παγώνω