κουιρουκλού
(επίθ.)
qουιρουκλού
[quiru'klu]
Φλογ.
κουιρουχλού
[kuiruˈxlu]
Δίλ.
Πληθ.
κουιρουκλούδια
[kuiruˈkluðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. επίθ. kuyruklu = αυτός που έχει ουρά.
Αυτός που έχει ουρά
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κουιρουχλού άστρο
(Άστρο με ουρά˙ Κομήτης, μτφρ. δάν. από την τουρκ φρ. <em>kuyruklu yıldız</em>)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
qουιρουχλού άστρο
(Άστρο με ουρά˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361