ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουιρουκλού (επίθ.) qουιρουκλού [quiru'klu] Φλογ. κουιρουχλού [kuiruˈxlu] Δίλ. Πληθ. κουιρουκλούδια [kuiruˈkluðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. επίθ. kuyruklu = αυτός που έχει ουρά.
Αυτός που έχει ουρά ό.π.τ. : || Φρ. Κουιρουχλού άστρο (Άστρο με ουρά˙ Κομήτης, μτφρ. δάν. από την τουρκ φρ. <em>kuyruklu yıldız</em>) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 qουιρουχλού άστρο (Άστρο με ουρά˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361