κουδούνισμα
(ουσ. ουδ.)
κωδώνισμα
[koˈðonizma]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. κωδώνισμα, το οπ. από το αορ. θ. κωδωνισ- του αρχ. ρ. κωδωνίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Aντήχηση
Φάρασ.
:
Του κατζ̑ού το κωδώνισμα
(Η αντήχηση του βράχου)
Φάρασ.
-Ανδρ.