ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουδούνισμα (ουσ. ουδ.) κωδώνισμα [koˈðonizma] Φάρασ. Νεότ. ουσ. κωδώνισμα, το οπ. από το αορ. θ. κωδωνισ- του αρχ. ρ. κωδωνίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Aντήχηση Φάρασ. : Του κατζ̑ού το κωδώνισμα (Η αντήχηση του βράχου) Φάρασ. -Ανδρ.