ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούζα (ουσ. θηλ.) κούζα [ˈkuza] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kürüz = α) για ζώο ή άνθρωπο, που έχει μικρά αφτιά β) ως ουσ., πρόβατο ή κατσίκι με μικρά αφτιά, και το παραγωγ. επίθμ. και αποβολή του μεσοφωνηεντικού [r].
1. Kατσίκα με μικρά όρθια αφτιά
2. Η λ. και ως τοπων. Φάρασ. : 'ς Κούζας το Χράδι (Το αχλάδι της κατσίκας, τοπων.) Φάρασ. -Θεοδ.Τοπων.