κούζα
(ουσ. θηλ.)
κούζα
[ˈkuza]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kürüz = α) για ζώο ή άνθρωπο, που έχει μικρά αφτιά β) ως ουσ., πρόβατο ή κατσίκι με μικρά αφτιά, και το παραγωγ. επίθμ. -α και αποβολή του μεσοφωνηεντικού [r].
1. Kατσίκα με μικρά όρθια αφτιά
2. Η λ. και ως τοπων.
Φάρασ.
:
'ς Κούζας το Χράδι
(Το αχλάδι της κατσίκας, τοπων.)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τοπων.