ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουιρούχι (ουσ. ουδ.) κ͑ουιρούχι [kʰuiˈruçi] Φάρασ. γουιρούχι̂ [ɣuiˈruxɯ] Αραβαν. γουιρούχ' [ɣuiˈrux] Αξ., Αραβαν. κουιουρούκ [kuiuˈruk] Ανακ. κουζουρούκ [kuzuˈruk] Σίλατ. qουιρούχα [quiˈruxa] Μαλακ., Φλογ. κ͑ουριούα [kʰuˈrʝua] Ουλαγ. γκουριούα [guˈrʝua] Ουλαγ. γουριούχα [ɣuˈrʝuxa] Σίλ. κ͑ουριούχο [kʰuˈrʝuxo] Φερτάκ. qουριούχο [quriˈuxo] Φερτάκ. Αρσ. γι̂ρι̂́χος [ɣɯˈrɯxos] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. kuyruk = ουρά, όπου και διαλεκτ. τύπ. guyruğ. Για την σημ. ‘σκορπιός» πβ. τουρκ. επίθ. kuyruklu = α) αυτός που έχει ουρά β) ως ουσ., σκορπιός.
1. Ουρά ζώου ό.π.τ. : Ύστερα κόψεν κ͑ουιρούχα τ' και αφήκεν χωρίς κ͑ουιρούχα (Ύστερα έκοψε την ουρά του και (το) άφησε χωρίς ουρά) Φλογ. -Dawk. Το κ͑ουριούα μ' έπαρ' ένα τέλ' (Πάρε μιά τρίχα από την ουρά μου) Ουλαγ. -Dawk. Χερίβος καταβαίν’ ασ’ σο άλογο, δέν’ το ναίκα τ’ στο qουιρούγα τ’… τ’ άλογο φέγνει και ναίκα νίγεται παρα-μπαρτζά (Ο άντρας κατεβαίνει από το άλογο, δένει την γυναίκα του στην ουρά του… το άλογο φεύγει και η γυναίκα γίνεται κομματάκια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Το ντιλκίσ' έντωκαν ντο ένα έμρι κι εκείνο έντωκεν ντο σο γουιρούχι̂ τ' (Στην αλεπού δώσανε μιά διαταγή κι εκείνη την έδωσε στην ουρά της˙ Όταν μιά διαταγή μεταβιβάζεται από τον έναν στον άλλον χωρίς να εκτελείται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κώλος, ουράδι
2. Ειδικότ., ουρά προβάτου από την οποία εξάγεται λίπος και συνεκδοχ. το εξαγόμενο λίπος Σίλατ., Σίλ., Φλογ. : Γουιρούχ γιαγού (Λίπος ουράς προβάτου) Ανακ. -Κωστ.Α. Σέλου να εριτσίσου τσ̑η γουριούχα (Θέλω να λιώσω το βούτυρο λίπους) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. δουμάκι
3. Σκορπιός Αξ. Συνών. ακράπος :1, σκορπιός