κουιρούχι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ουιρούχι
[kʰuiˈruçi]
Φάρασ.
γουιρούχι̂
[ɣuiˈruxɯ]
Αραβαν.
γουιρούχ'
[ɣuiˈrux]
Αξ., Αραβαν.
κουιουρούκ
[kuiuˈruk]
Ανακ.
κουζουρούκ
[kuzuˈruk]
Σίλατ.
qουιρούχα
[quiˈruxa]
Μαλακ., Φλογ.
κ͑ουριούα
[kʰuˈrʝua]
Ουλαγ.
γκουριούα
[guˈrʝua]
Ουλαγ.
γουριούχα
[ɣuˈrʝuxa]
Σίλ.
κ͑ουριούχο
[kʰuˈrʝuxo]
Φερτάκ.
qουριούχο
[quriˈuxo]
Φερτάκ.
Αρσ.
γι̂ρι̂́χος
[ɣɯˈrɯxos]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. kuyruk = ουρά, όπου και διαλεκτ. τύπ. guyruğ. Για την σημ. ‘σκορπιός» πβ. τουρκ. επίθ. kuyruklu = α) αυτός που έχει ουρά β) ως ουσ., σκορπιός.
1. Ουρά ζώου
ό.π.τ.
:
Ύστερα κόψεν κ͑ουιρούχα τ' και αφήκεν χωρίς κ͑ουιρούχα
(Ύστερα έκοψε την ουρά του και (το) άφησε χωρίς ουρά)
Φλογ.
-Dawk.
Το κ͑ουριούα μ' έπαρ' ένα τέλ'
(Πάρε μιά τρίχα από την ουρά μου)
Ουλαγ.
-Dawk.
Χερίβος καταβαίν’ ασ’ σο άλογο, δέν’ το ναίκα τ’ στο qουιρούγα τ’… τ’ άλογο φέγνει και ναίκα νίγεται παρα-μπαρτζά
(Ο άντρας κατεβαίνει από το άλογο, δένει την γυναίκα του στην ουρά του… το άλογο φεύγει και η γυναίκα γίνεται κομματάκια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Το ντιλκίσ' έντωκαν ντο ένα έμρι κι εκείνο έντωκεν ντο σο γουιρούχι̂ τ'
(Στην αλεπού δώσανε μιά διαταγή κι εκείνη την έδωσε στην ουρά της˙ Όταν μιά διαταγή μεταβιβάζεται από τον έναν στον άλλον χωρίς να εκτελείται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κώλος, ουράδι
2. Ειδικότ., ουρά προβάτου από την οποία εξάγεται λίπος και συνεκδοχ. το εξαγόμενο λίπος
Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
:
Γουιρούχ γιαγού
(Λίπος ουράς προβάτου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σέλου να εριτσίσου τσ̑η γουριούχα
(Θέλω να λιώσω το βούτυρο λίπους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
δουμάκι