ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κώλος (ουσ. αρσ.) κώλος [ˈkolos] Ανακ., Αξ., Φλογ. κώλους [ˈkolus] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. γκώλους [ˈgolus] Μισθ. κως [kos] Φάρασ. Μεταγν. ουσ. κῶλος, το οπ. από αρχ. ουσ. κῶλον/ κόλον με αλλαγή γένους, πιθ. από επίδρ. του λατ. culus. Ο τύπ. κως με αποβολή του [l] και με απλοποίηση των επάλληλων [o].
1. Κώλος, τα οπίσθια ανθρώπου ό.π.τ. : Ντου ντάβ’ κουρτά δου απ’ του στόμα, βγάλλ’ δου απ’ του γκώλου τ' (Ο δράκος τον καταπίνει από το στόμα, τον βγάζει από τον κώλο του) Τσαρικ. -Καραλ. σ̑ιφώτης τα χαβέτσ̑α έβαλεν τα σου γαϊδουριού σον γκώλο και το γαϊδούρι πήρεν δρόμο (ο καλικάντζαρος έβαλε τα καρότα στον κώλο του γαϊδάρου και το γαϊδούρι πήρε δρόμο) Ανακ. -Κωστ.Α. Σαλαΐζ' ντου γκώλου τ’ (Kουνάει τα οπίσθιά της) Μισθ. -Κοτσαν. Τώρα θα πέσου εντάξει αλλά ας κάτσ̑ου σου γκώλου απάν’ (Tώρα θα πέσω εντάξει αλλά ας καθίσω στον κώλο μου επάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Κωλιού μ’τα σακάδια (Του κώλου μου τα τεμάχια˙ οι γλουτοί) Μαλακ. -Τζιούτζ. Σου γκώλου τ’ απάν' ντε κάχιδι (Πάνω στον κώλο του δεν κάθεται˙ για ανήσυχο παιδί) Μισθ. -Κοτσαν. Θέκ’ τον γκω σου (Πίθωσε τον κώλο σου˙ κάτσε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τα ‘φτάλμε σου 'ς τον γκω μου (Τα μάτια σου στον κώλο μου˙ το έλεγαν για να μην τους ματιάσει κάποιος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Βίνεψεν γκως (Πετάχτηκε ο κώλος˙ παρακμάζει, υποπίπτει στην διαφθορά, παίρνει τον κατήφορο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τρως ζ ναίκας σου τον gω (Τρως της γυναίκας σου τον κώλο˙ λέγεται περιφρονητικά σε όποιον αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το μετόρ’ κάγεται κώλος μας (Καίγεται ο κώλος μας˙ Έχουμε μεγάλη πίεση να κάνουμε κάτι) Αξ. -Μαυροχ. Σου κου το καdζ̑ί ’τίν γκρούς; (Στου κώλου το λόγο βάζεις αφτί;˙ για όσους δίνουν σημασία σε ό,τι λένε πρόστυχοι άνθρωποι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Έβγκης αρά ’σ’ τον γκω μου (βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου˙ περιφρονητικά για μικρό και άπειρο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Κρατεί ο κως σου (Βαστά ο κώλος σου˙ έχεις θάρρος (για κάτι), τολμάς) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Άσπρον γκως μαύρον γκως, ’ά ’ινεί σ̑ο κεdζ̑ίτιν μπαού (Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός˙ όλα αποκαλύπτονται όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Να μη ιδρώσ’ ο κως σου, έργον τζ̑ο πορείς να ιδείς (Αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δουλειά δεν μπορείς να κάνεις˙ ένα έργο απαιτεί πολύ μόχθο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του ’ρφανού του φσ̑όκκου ο κως έν’ ’νεχτό (Του ορφανού παιδιού ο κώλος είναι ξεσκέπαστος, γυμνός˙ Το ορφανό παιδί είναι απροστάτευτο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ήρτ’ ο κως του σο τ͑άρι τσ̑αι πααίνει αρα̈́ να ’εννήσει (έφτασε ο κώλος στα στενά και πάει τώρα να γεννήσει˙ για εκείνον που περιμένει τελευταία στιγμή να κάνει μιά δουλειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κούφος, τρυπί :1
β. Τα νώτα, το οπίσθιο μέρος του σώματος ζώου, και κατ’ επέκτ. η ουρά Αξ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. : Κείτον ένα κοϊκονό, κι έξεμ μπήγεν, είdιε ένα π’σίκα, «Έλα, ας λαχτηχώ ’ς τον κώλο σ’ (ήταν ένας κόκορας και βγήκε έξω, είδε μιά γάτα «έλα να ανεβώ στην ουρά σου ) Αξ. -Dawk. Απόκ-κος μαύρωσε· 'ύρτσε τον γκων του αdζ̑ά το μέρο (Η αλεπουδίτσα ήταν μουτρωμένη· τους γύρισε την πλάτη ) Φάρασ. -Dawk. Γυρίζ'νι δου γκώλου τ'νι να φύγ'νι (Γυρίζουν την πλάτη τους για να φύγουν ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Το πίσω ή κάτω μέρος αντικειμένου Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Κώλους απ’ αξινάρ’ (Το πίσω μέρος της αξίνας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το πιθάρ’ τον κώλο (Ο πάτος του πιθαριού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πρώτα κάνιξι μι ου σκεπάρ', μετα μι δου γκώλου τ', σκεπαριού δου γκώλου (Πρώτα έκοβε το κρέας με το σκεπάρνι, μετά με την πίσω πλευρά, την πίσω πλευρά του σκεπαρνιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Δέβασέ μες ’σ’ του βι-ονού τον gω (μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο˙ λέγεται για κακούς κυβερνήτες που εξαθλιώνουν τους υφισταμένους τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Κως του τζ̑ο ‘σει το σ̑οινίκι μπαίνει σο π͑εζόν ντ’ αμbάρι (το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στο αδειανό το αμπάρι˙ το έλεγαν για τους ηλικιωμένους ή για όσους είχαν εξουσία που την έχασαν και γι’ αυτό παραγκωνίστηκαν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.