ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κωλόντερο (ουσ. ουδ.) κωλόνdερο [koˈlοndero] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. κωλέντερον = είδος λουκάνικου. Ο τύπ. κωλόντερο μεσν.
Το κωλάντερο, το τελευταίο μέρος του εντέρου Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 07/12/2024