κωλόντερο
(ουσ. ουδ.)
κωλόνdερο
[koˈlοndero]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. κωλέντερον = είδος λουκάνικου. Ο τύπ. κωλόντερο μεσν.
Το κωλάντερο, το τελευταίο μέρος του εντέρου
Σινασσ.