ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κωθώνι (ουσ. ουδ.) κωθών' [koˈθon] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. Αρχ ουσ. κωθώνιον = είδος ποτηριού (υποκορ. του αρχ. ουσ. κώθων).
Πήλινο ή ξύλινο δοχείο για νερό ή κρασί ό.π.τ. : Πήρεν ένα συρίχτρα κι ένα χτέν', ένα σαπών' και ένα μισότρο κωθών' νερό μαγεμένο (Πήρε μιά σφυρίχτρα και ένα χτένι, ένα σαπούνι και ένα μισόλιτρο δοχείο με μαγεμένο νερό) Σινασσ. -Αρχέλ. Κούντ'σεν το κωθών' το νερό (Έχυσε το δοχείο το νερό) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Οξιδιού κωθών' (Δοχείο ξιδιού˙ σκωπτ., οξύθυμη γυναίκα) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 Πβ. μαρικό, μπότι :1