κυνηγός
(ουσ. αρσ.)
τσ̑υνηός
[tʃiniˈos]
Φάρασ.
τζ̑υνη'ός
[dʒiniˈos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. κυνηγός με προσθίωση υπερωικού και αποβ. μεσοφωνηεντ. [ɣ].
Κυνηγός
:
Κάτα ημέρα έρχονται οι τζ̑υνη’οί τζ̑αι μες σκοτώνουν τζ̑άπου να μες εύρουν
(Kάθε μέρα έρχονται οι κυνηγοί και μας σκοτώνουν όπου μας βρούν)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
αβτζής :1