ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυνηγός (ουσ. αρσ.) τσ̑υνηός [tʃiniˈos] Φάρασ. τζ̑υνη'ός [dʒiniˈos] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. κυνηγός με προσθίωση υπερωικού και αποβ. μεσοφωνηεντ. [ɣ].
Κυνηγός : Κάτα ημέρα έρχονται οι τζ̑υνη’οί τζ̑αι μες σκοτώνουν τζ̑άπου να μες εύρουν (Kάθε μέρα έρχονται οι κυνηγοί και μας σκοτώνουν όπου μας βρούν) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. αβτζής :1