κυλίντρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑υλίνdρι
[[tʃiˈlindri]
Κίσκ., Φάρασ.
τζ̑υλίνdρι
[dʒiˈlindri]
Φάρασ.
κυλινdήρι
[cilinˈdiri]
Τελμ., Φερτάκ.
κυλινdήρ'
[cilinˈdir]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ.
γκύλιντηρ'
[ˈɟilindir]
Τελμ.
κυλινdζ̑ήρ'
[cilinˈdʒir]
Αραβαν.
κυλινdούρ’
[cilinˈdur]
Ανακ.
Θηλ.
κυλινdήρα
[cilinˈdira]
Σινασσ.
γκυλίνdηρα
[ɉiˈlindira]
Αξ.
Πληθ.
γκυλινdήρια
[ɟilinˈdirʝa]
Μισθ., Φάρασ.
γκυλιγκήρια
[ɟiliˈɟirʝa]
Μισθ.
γκυλίτζ̑α
[ɟiˈlidʒa]
Σίλ.
Θηλ.
γκυλίνdηρες
[ɉiˈlindires]
Αξ.
Ο φαρασιώτικος τύπ. τσ̑υλίντρι απευθείας από το μεταγν. ουσ. κυλίνδριον, και ο σιλλιώτικος τύπ. πληθ. γκυλίτζ̑α από κυλίνδρια > κυλίντρια >κυλίντια με απλοποιητ. αποβ. [r] και τσιτακισμό. Οι λοιποί τύπ. αναλογ. βάσει του δηλωτικού οργάνων και εργαλείων παραγωγ. επιθμ. -τήρι, -τούρι, υπό την επίδρ. του τουρκ. ουσ. silindir = α) κύλινδρος β) περιστρεφόμενο κυλινδρικό εργαλείο για την επίστρωση δρόμων, απώτερα αντιδάν. από το ελλ. κύλινδρος μέσω του γαλλ. cylindre. Για την σημ. 1 πβ. κυλιντρώνω, καθώς και το νεότ. ρ. κυλιντρίζω = ισιώνω το δάπεδο με τον κύλινδρο (Λεξ. Σομ.).
1. Κύλινδρος, κυλινδροειδής πέτρα με την οποία έστρωναν και πίεζαν τον στεγανωτικό πηλό της στέγης
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ντωμάτ’ το κυλινdζ̑ήρ'
(Κύλινδρος του δώματος˙ πέτρινος κύλινδρος για την ισοπέδωση του χώματος της στέγης)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γιουβαρλάκι :2, Πβ.
λόγι
2. Το φαγητό γιουβαρλάκια, λόγω σχήματος
Μισθ., Τελμ., Φάρασ.
:
Πέφτης να σας μποίκου γκυλινdήρια να φάτ'
(Tην Πέμπτη θα σας φτιάξω γιουβαρλάκια να φάτε)
Μισθ.
-Φατ.
Δου χειμό γκυλιγκήρια δε τρώιξιτ';
(Τον χειμώνα δεν τρώγατε γιουβαρλάκια;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ποίησ' ένα μπουλγούρ πιλαβού, νιούγα σ̑αρμά, νιούγα γκυλίτζ̑α
(Φτιάξε ένα πιλάφι με πλιγούρι, λίγους σαρμάδες, λίγα γιουβαρλάκια)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Συνών.
κιοφτές :2, τόπι :5