ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυδώνι (ουσ. ουδ.) κυδών' [ciˈðon] Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. κυdών’ [ciˈdon] Φερτάκ. κυρών' [ciˈron] Αραβαν., Γούρδ. τσ̑υδώνι [tʃiˈðoni] Φάρασ. τσυών' [tsiˈon] Μισθ. Πληθ. κυδώνια [ciˈðoɲa] Ποτάμ., Φάρασ. κυδώνε [ciˈðone] Φάρασ. σ̑υδώνε [ʃiˈðone] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κυδώνιον.
1. Κυδώνι ό.π.τ. : || Φρ. Κυδωνιού γούτσ̑α (Κυδωνιού κουκούτσια˙ αφέψημα από κουκούτσια κυδωνιού για το βήχα) Σινασσ. -Βλασ. Τσυωνιού τσ̑αλούϊ (Του κυδωνιού το δέντρο˙ (η κυδωνιά) Μισθ. -Κοτσαν. Καλπούτ' κυδών' (Τελευταίο αμάζευτο κακοφτιαγμένο κυδώνι˙ ειρων., πολύ άσχημη γυναίκα) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 || Ασμ. Η χαραή σου μάνα μου ένι αντί τσ̑υδώνι (Το πρόσωπό σου μάνα μου είναι σαν το κυδώνι) Φάρασ. -Λαμπρ. Να πάρουμ' μήλα αληθινά, κυδώνια μυρισμένα (Να πάρουμε μήλα κόκκινα, κυδώνια μυρωδάτα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. αϊβά
2. Κυδωνιά Αραβαν., Φάρασ. Συνών. αϊβά