κυδώνι
(ουσ. ουδ.)
κυδών'
[ciˈðon]
Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
κυdών’
[ciˈdon]
Φερτάκ.
κυρών'
[ciˈron]
Αραβαν., Γούρδ.
τσ̑υδώνι
[tʃiˈðoni]
Φάρασ.
τσυών'
[tsiˈon]
Μισθ.
Πληθ.
κυδώνια
[ciˈðoɲa]
Ποτάμ., Φάρασ.
κυδώνε
[ciˈðone]
Φάρασ.
σ̑υδώνε
[ʃiˈðone]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κυδώνιον.
1. Κυδώνι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κυδωνιού γούτσ̑α
(Κυδωνιού κουκούτσια˙ αφέψημα από κουκούτσια κυδωνιού για το βήχα)
Σινασσ.
-Βλασ.
Τσυωνιού τσ̑αλούϊ
(Του κυδωνιού το δέντρο˙ (η κυδωνιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καλπούτ' κυδών'
(Τελευταίο αμάζευτο κακοφτιαγμένο κυδώνι˙ ειρων., πολύ άσχημη γυναίκα)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
|| Ασμ.
Η χαραή σου μάνα μου ένι αντί τσ̑υδώνι
(Το πρόσωπό σου μάνα μου είναι σαν το κυδώνι)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Να πάρουμ' μήλα αληθινά, κυδώνια μυρισμένα
(Να πάρουμε μήλα κόκκινα, κυδώνια μυρωδάτα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
αϊβά