αϊβά
(ουσ. ουδ.)
αϊβά
[aiˈva]
Σίλ.
χαϊβά
[xaiˈva]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
χαϊβάδια
[xaiˈvaðʝa]
Μαλακ.
χαϊβάρια
[xaiˈvarʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. ayva = κυδώνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. hayva. Πβ. Αϊβαλί = Κυδωνίες.
1. Κυδώνι
ό.π.τ.
:
Μαείρευαμ’ κιόλα με τα σταφίδες τα χαϊβάρια
(Μαγειρεύαμε κιόλας τα κυδώνια με σταφίδες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Δομήνdα οχάν αϊβά
(Εβδομήντα οκάδες κυδώνια)
Σίλ.
-Συλλ.
Συνών.
κυδώνι :1