ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αϊβά (ουσ. ουδ.) αϊβά [aiˈva] Σίλ. χαϊβά [xaiˈva] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. χαϊβάδια [xaiˈvaðʝa] Μαλακ. χαϊβάρια [xaiˈvarʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. ayva = κυδώνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. hayva. Πβ. Αϊβαλί = Κυδωνίες.
1. Κυδώνι ό.π.τ. : Μαείρευαμ’ κιόλα με τα σταφίδες τα χαϊβάρια (Μαγειρεύαμε κιόλας τα κυδώνια με σταφίδες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Δομήνdα οχάν αϊβά (Εβδομήντα οκάδες κυδώνια) Σίλ. -Συλλ. Συνών. κυδώνι :1
2. Κυδωνιά Φλογ. Συνών. κυδώνι :2