ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζτουρντίζω (ρ.) αζτουρντίζω [azturˈdizo] Αφσάρ. αζτουρντάω [azturˈdao] Φάρασ. αζτουρντάγω [azturˈdaɣo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. azdırmak (αόρ. azdırdı) = α) αφήνω ένα κακό να σοβαρέψει β) αφήνω μιά πληγή να πονά γ) κάνω κάτι να βρωμίσει δ) παρασύρω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Εξάπτω, ερεθίζω ό.π.τ. Συνών. κουρντίζω