αζτουρντίζω
(ρ.)
αζτουρντίζω
[azturˈdizo]
Αφσάρ.
αζτουρντάω
[azturˈdao]
Φάρασ.
αζτουρντάγω
[azturˈdaɣo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. azdırmak (αόρ. azdırdı) = α) αφήνω ένα κακό να σοβαρέψει β) αφήνω μιά πληγή να πονά γ) κάνω κάτι να βρωμίσει δ) παρασύρω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.